Monday, June 30, 2008

Οι Παράνομοι


Σκηνοθεσία: Nikos Koundouros
Παραγωγής: Ελλάδα / 1958
Διάρκεια: 94'




Κάθε ταινία έχει τη δική της ιστορία. Οι παράνομοι του 1958 έχουν τη δική τους μεγάλη ιστορία. Ταινία λογοκριμένη από την "φιλελεύθερη" κυβέρνηση που έκοψε την τελευταία σκηνή παρά τις ηχηρές αντιρρήσεις του δημιουργού. Παρ' όλα αυτά η ταινία κόπηκε τότε αμέσως από τις αίθουσες για να βρει τελικώς υγιή κινηματογραφική διανομή εν έτη 2008.

Έτσι δεδομένου του ιστορικού περιβάλλοντος που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν οι Παράνομοι επιστράτευσαν ένα ανώτερο συμβολικό επίπεδο. Που φαίνεται να εκπληρώνει εις πέρας το σκοπό ολοκλήρωσης του επιθυμητού πολιτικού και κοινωνικού σχολίου. Δηλαδή μια γενικότερη επιδίωξη αμφισβήτησης της υποτιθέμενης ελευθερίας και της δικαιοσύνης των νόμων.

Ο Πέτρος βρέθηκε στα Γερμανικά τάγματα εργασίας. Καθώς γύρισε στην πατρίδα(;) το σκηνικό που έχει να αντιμετωπίσει είναι η φασιστική εξουσία, ο κατατρεγμός των ανταρτών, και η εξόντωση πληθυσμών και περιουσιών. Γεγονός που θα τον οδηγήσει στην εκ προ μελέτης εκδίκηση φονεύοντας έναν εκ των διασημότερων προδοτών Για να ξεφύγει των συνεπειών των πράξεων του θα καταφύγει στα απάτητα και τραχιά εδάφη των βουνών. Εκεί θα συναντήσει τον Κοσμά και τον Αργύρη. Ο Κοσμάς είναι ένας φυγόδικος αντάρτης, με εμπειρία, λογική διαύγεια και ηγετικές ικανότητες. Ο Αργύρης είναι ένας αγαθός και αφελής άνθρωπος. Αδύναμος να αποτινάξει τα πάθη του, κουβαλάει το θανατικό του αδερφού του σε μια αμφίδρομου πάθους λογομαχία. Και οι τρεις μαζί θα ψάξουν εναγωνίως την σωτηρία. Η χωροφυλακή αμείλικτη βρίσκεται στα ίχνη τους. Ο Κούνδουρος έχει θέσει το ερώτημα. Θύτες ή θύματα;


Ο αγώνας τους για επιβίωση θα τους φέρει στο κατώφλι νέων παράνομων πράξεων. Σε μία από αυτές αποκτούν λάφυρο μια γυναίκα. Η οποία ήταν μάρτυρας ενός θανατικού και έτσι θα αποτελούσε άμεσο κίνδυνο. Αποτελεί ένα έξυπνο σεναριακό τέχνασμα που αναδεικνύει μέσα από την ανθρώπινη επαφή των έτερων φύλων τα διαφορετικώς εκφραζόμενα ερωτικά και συναισθηματικά ένστικτα των ηρώων. Οι ήρωες είναι παγιδευμένοι στα τραχιά εδάφη του βουνού. Η ατμόσφαιρα είναι αποπνικτική, η διαφυγή φαντάζει ανεπίτευκτη Η φυλακή δε βρίσκεται πάντα πίσω απ' τα κάγκελα. Η απέναντι όχθη, άφαντη πάντα, υπονοείται ως η ελπίδα για μια νέα αρχή. Καθώς ξεδιπλώνεται αυτή η οδύσσεια των χαρακτήρων, το ερώτημα μεγεθύνεται Θύτες ή θύματα; Και αν με το γράμμα του νόμου έχουν διαπράξει αδιαμφισβήτητες ανομίες τότε γιατί ο θεατής ταυτίζεται και συμπάσχει στο δράμα τους; Μήπως γιατί οι πράξεις τους είναι εμμέσως υποκινούμενες από το πολιτικό σκηνικό; Όχι δεν γίνεται καμία προσπάθεια απενεχοποίησης, όμως οι ευθύνες σίγουρα δεν είναι μονομερής.


Καθώς το κουβάρι του μύθου οδεύει προς το τέλος του ο θεατής βρίσκεται απέναντι σε ένα δυνατό δράμα τεσσάρων προσώπων. Ο Κοσμάς συντονιστής αυτής της προσπάθειας σε στιγμές απαράμιλλης οξυδέρκειας διδάσκει σπάνιο ήθος. Ο Πέτρος συναισθηματικός και ιδεαλιστής σκορπά κάποιες ρομαντικές νότες ελαφρύνωντας την ασφυκτική ατμόσφαιρα. Ενώ ο αφελής και αδύναμος Αργύρης μας παραπέμπει άμεσα στη φύση του μέσου ανθρώπου. Το ερώτημα παραμένει. Θύτες ή θύματα; Και εδώ έρχεται η περίφημη λογοκριμένη σκηνή να δώσει εν μέρη απάντηση. Η χωροφυλακή παρά το αλλιώτικο των υποσχέσεων της θα αφαιρέσει αναίτια και εν ψυχρώ την ζωή ενός εκ των άοπλων κυνηγημένων. Η κινηματογράφηση της σκηνής είναι τέτοια που δεν αφήνει περιθώρια. Μια πράξη που υπερτονίζει το αναπόδραστο του στερεοτυπικά ορισμένως "παράνομου" ανθρώπου. Δικαστής και τιμωρός η εξουσία, βάση ενός ιδιοχείρως γραμμένου νόμου. Οι εν συνεχεία ηρωικές προσπάθειες του Κοσμά είναι τουλάχιστον συγκινητικές, που αντιθέτως με τη φρουρά, θα δώσει στο συνάνθρωπο μια δεύτερη ευκαιρία οδηγώντας ουσιαστικά εαυτόν σε βέβαιο θάνατο.

Η ταινία λειτουργεί σε διπλό επίπεδο. Το πολιτικό σχόλιο του Κούνδουρου, αν και ταγμένο στις ανάγκες μιας συγκεκριμένης εποχής, είναι αριστουργηματικώς ολοκληρωμένο. Απ' την άλλη έχουμε ένα δυνατό δράμα χαρακτήρων. Τα συναισθήματα εναλλάσσονται και ο θεατής θα ταυτιστεί με τους ήρωες ουκ ολίγες φορές. Αν και η πλοκή είναι καλογραμμένη, η υπερβάλλουσα εκφραστικότητα των ερμηνειών σε συνδυασμό με την υπερπηροφοριακή φύση των διαλόγων, που φαίνεται να στερεί κάθε κριτική ελευθερία στον θεατή, θέτει εν τέλη την μορφή της ταινίας κάπως πεπαλαιωμένη. Δεδομένου ωστόσο του επιεικώς φτωχού αναπαραστατικού επιπέδου του ελληνικού cinema εκείνης της περιόδου μπορούμε κάλλιστα να βρούμε ελαφρυντικά. Και οφείλουμε έναν γενικότερο σεβασμό στον κινηματογράφο του Κούνδουρου και του Κακογιάννη που εκείνη την περίοδο ατύπως αναλαμβάνουν να βγάλουν τον ελληνικό κινηματογραφικό χώρο από το κατά γενική ομολογία αδιέξοδο που βρισκόταν.

Βαθμολογία: 6,5/10

Thursday, June 26, 2008

Summer Screening 27/6/08

26.6.08
panchamp posted:


επιτέλους...
ΘΕΡΙΝΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΤΟ ΠΡΟΑΥΛΙΟ ΤΗΣ ΑΣΟΕΕ!

(click για μεγέθυνση -οπωσδήποτε!)

Η Κινηματογραφική Ομάδα του Ο.Π.Α.
σας προσκαλεί στην προβολή της ταινίας
"Nuovo Cinema Paradiso"
(1988, Giuseppe Tornatore, "Σινεμά ο Παράδεισος")
την Παρασκευή 27/6/08 στις 21:00
στο προαύλιο της ΑΣΟΕΕ (Πατησίων 76).

Είσοδος ελεύθερη.




Fan-made trailer (with "Cinema Paradiso" song: composed by Ennio Morricone, performed by Josh Groban)






17.1.09
s_dany posted:


Ennio Morricone - Cinema Paradiso @ Arena Concerto

La Fille coupée en deux (Ανάμεσα σε 2 Άντρες)


Σκηνοθεσία: Claude Chabrol
Παραγωγής: Germany / France / 2007
Διάρκεια: 115'




Φέτος ο 78χρονός πλέον Claude Chabrol κλείνει 50 χρόνια φιλμογραφίας. Διάστημα στο οποίο έχει δημιουργήσει περισσότερες από 50 ταινίες. Εδώ στο La Fille coupee en deux θα μείνει πιστός στο ιδιόρρυθμο χιούμορ του και θα εξαπολύσει μια πολύπλευρη και εύστοχη κοινωνική σάτιρα.

Μια νεαρή φιλόδοξη γυναίκα, η Gabrielle την οποία υποδύεται η ανερχόμενη(;) Ludivine Sagnier, οραματίζεται την επιτυχία. Σύντομα θα βρεθεί χτυπημένη από τον έρωτα προς έναν ηλικιωμένο και διάσημο συγγραφέα, τον έκφυλο κύριο Charles, και πολιορκημένη από έναν ανισόρροπο νεαρό που ακούει στο όνομα Paul. Έτσι οι ερωτικές της επιθυμίες από τη μία και η ανάγκη της για εξασφάλιση από την άλλη θα τη μοιράσουν στα δύο τονίζοντας σε πρώτο επίπεδο την αδυναμία να χειριστεί τη ζωή της. Στη συνέχεια θα συμβούν πολύ σημαντικά γεγονότα που θα επαληθεύσουν τις προαναφερθέν αδυναμίες και θα της αφήσουν ρόλο απλού παρατηρητή στα τεκταινόμενα της ζωής της.


Ωστόσο η ταινία δεν είναι απλά μια διτττή ιστορία αγάπης και παράλογων ερώτων. Από τις σκηνές της θα παρελάσει ένα πολυάριθμο πλήθος χαρακτήρων που αποτελούνται τόσο από τις οικογένειες όσο και από τον επαγγελματικό χώρο των πρωταγωνιστών. Όλοι μαζί οι ήρωες είναι απροστάτευτοι στην αιχμηρή ειρωνεία του Claude Chabrol, ο οποίος τους χρησιμοποιεί εργαλειακά για να ολοκληρώσει τα πολύπλευρα κοινωνικά σχόλια του. Μόνο τυχαίο δεν είναι που ο θεατής σε έναν μεγάλο αριθμό προσώπων δε μπορεί να βρει έναν ξεκάθαρα θετικό ήρωα.


Ο έκφυλος συγγραφέας, ως ένας άλλος Μαρκήσιος Ντε Σαντ, αποτελεί ιδανική αφορμή για την βεβήλωση της παραδοσιακής μπουρζουαζίας. Άλλωστε ο ρόλος είναι γραμμένος με περίσσια τέχνη και θα κλέψει εξ' αρχής το ενδιαφέρον του θεατή. Η νεολαία με την σειρά της παρουσιάζεται ως εντελώς ανεύθυνη στον κόσμο των μεγάλων με χαρακτηριστική δυσκολία στο να πάρει τις πρέπουσες αποφάσεις. Και η χαλιναγώγηση της από τον θεσμό της οικογένειας, μέσω της υπόκορφης ειρωνείας του δημιουργού, υποδηλώνει μια υπερπροστατευτική οικογενειοκρατική κοινωνία. Μια οικογενειοκρατική κοινωνία όπως την περιέγραψε στο πρόσφατο Cassandra's Dream ο μεγάλος Woody Allen, για τον οποίο γίνεται και μια εξαίρετη αναφορά λατρείας εντός της ταινίας. Επίσης στο στόχαστρο μπαίνει η οικογένεια και ως θεσμός, άλλοτε πουριτανιστική και άλλοτε δήθεν απελευθερωτική, τονίζοντας το ταλέντο της στο να αποπροσανατολίζει τους νέους. Όλα τα παραπάνω είναι μόνο λίγα από τα κυνικά επεισόδια που επιστρατεύει ο Claude Chabrol για να θίξει τα κακώς κείμενα μιας υπέρμετρα προβληματικής κοινωνίας.


Η ταινία στην μορφή της χαρακτηρίζεται από κυνικούς διαλόγους, που άλλοτε επιτυγχάνουν τον κωμικό σκοπό τους και άλλοτε όχι. Από αστραπιαίες εναλλαγές στην πλοκή που σε συνδυασμό με το ιδιόμορφο χιούμορ δίνουν μια σουρεαλιστική χροιά στην ταινία. Ωστόσο ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος δείχνει ταγμένος στο να χρησιμοποιήσει τον μύθο για να εξαπολύσει την αιχμηρή σάτιρα του, σε βαθμό που ίσως παραμελεί την κλιμάκωση της ταινίας του. Χαρακτηριστικά σε κάποια στιγμή πληροφορούμαστε πως έχει περάσει ένας ολόκληρος φιλμικός χρόνος την στιγμή που ο θεατής έχει την αίσθηση πως παρακολουθεί το πολύ κάποιες μέρες.

Πάντως ο μεγάλος Γάλλος δημιουργός, με αυτή του την ταινία, αποδεικνύει πως το cinema
του είναι και θα είναι πάντα επίκαιρο. Δείχνει πιστός στις αρχές και στο στυλ του με το οποίο καταφέρνει πίσω από το αμιγώς σατιρικό πρώτο επίπεδο να υποκρύπτει βαθύτερα ένα κάρο από επίκαιρα ή και διαχρονικά θέματα!

Βαθμολογία: 7/10


French trailer

[Rec]


Σκηνοθεσία: Jaume Balagueró - Paco Plaza
Παραγωγής: Spain / 2007
Διάρκεια: 78'




Ο Ισπανόφωνος κινηματογράφος έχει παράδοση στις gore ταινίες. Το [Rec] είναι μια αντιπροσωπευτική του είδους, με ταχύτατο ρυθμό και γερές δόσεις τρόμου. Ο θεατής εδώ θα βρεθεί τρομοκρατημένος τόσο από την αναμενόμενα υπερβολικά splater μορφή του, αλλά και από την επιτυχία του να δηλώνει τη βία και σε εκτός κάδρου σημεία!

Η Angela είναι μια όμορφη και χαριτωμένη τηλεπαρουσιάστρια μιας βραδινής εκπομπής. Στα πλαίσια της δουλειάς της κάνει ένα αφιέρωμα στο επάγγελμα των πυροσβεστών. Έτσι καλύπτοντας αρχικά τη ρουτίνα μιας πυροσβεστικής βάσης βρίσκει σύντομα τον εαυτό της και τον καμεραμάν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Θα παρακαλέσει για λίγη δράση, και μια κλήση που σύντομα θα έρθει θα δώσει νόημα στο ηδονοβλεπτικό επάγγελμα της. Μόνο που αυτό που θα ακολουθήσει θα είναι ολότελα φρικιαστικό. Καθώς θα βρεθεί "φυλακισμένη" μαζί με τους πυροσβέστες, ελάχιστους αστυνόμους και ορισμένους ένοικους σε μια πολυκατοικία. Η πολιτεία έχει ασφαλίσει το κτίριο για υγειονομικούς λόγους, καθώς μέσα σε αυτό υπάρχει κάποιος φορέας μιας μυστύριας ασθένειας, τύπου ζόμπι, η οποία μάλιστα υποδηλώνεται και ως μεταδόσιμη.


Το [Rec] είναι μια ταινία για τη βία και τη σχέση της με τα Μ.Μ.Ε. Το θέμα της μας φέρνει στο νου ένα άλλη μια Ισπανόφωνη μεγάλη ταινία, το Tesis. Εκεί ο Amenabar είχε πετάξει το μπαλλάκι στον θεατή και είχε θέσει τη δίψα του ως γεννεσιουργό πηγή της κοινωνικής βίας. Εδώ ο Jaume Balagueró θα εστιάσει περισσότερο στο επάγγελμα του δημοσιογράφου και την ανευ ορίων δίψα του για βία. Έτσι θέτει στην πρωταγωνίστρια του το βασικό ερώτημα. Επιβίωση ή ρεπορτάζ; Με την φιλόδοξη Angela δίχως σκέψη να φιλμάρει ακατάπαυστα ενώ οι συμπολίτες της χάνονται ο ένας μετά τον άλλο. Η απάντηση έχει δοθεί και θα επιβεβαιωθεί με το σεναριακά έξυπνο κλείσιμο της ιστορίας.

Ωστόσο η ταινία λειτουργεί και σε δεύτερο συμβολικό επίπεδο. Η ταύτιση του καμεραμάν της εκπομπής της Angela με αυτόν της ταινίας εξυπυρετεί έναν παρόμοιο στοχασμό με αυτόν του Tesis. Εδώ ο θεατής αποκτά οντολογικά την θέση του τηλεοπτικού κοινού, αυτού που εδραιώνει και γεννά την ηδονοβλεπτική φιλοδοξία του δημοσιογράφου. Η ζήτηση διαμορφώνει τους κανόνες της προσφοράς και ο Jaume Balagueró προσφέρει στο κοινό του το ποθητό. Την ωμή, την φρικιαστική βία. Άλλωστε το [Rec] ετυμογορικά δεν είναι παρά μια καταγραφή αυτής.


Και παράπλευρα με την θέση της βίας το [Rec] θα θίξει και άλλα κακώς κείμενα της κοινωνίας όπως την ανευθυνότητα της κρατικής παρέμβασης ή ακόμα και ένα είδος κοινωνικού ρατσισμού. Ωστόσο όλα αυτά θα παραμεριστούν συντόμως για χάρη της καθολικής επιβολής της αναμενόμενης και ολότελα gore και εφιαλτικής ατμόσφαιρας. Η κινούμενη κάμερα, το αστραπιαίο μοντάζ, η πυκνή πλοκή, η "φτηνή" φωτογραφία και τα λειτουργικά ηχητικά εφέ είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζονται οι πολυάριθμες αιματηρές σκηνές πάλης και επιβίωσης, οι οποίες αναδύουν μια κλειστοφοβικά τρομακτική ατμόσφαιρα. Και όλα αυτά δίνουν έναν καταλυτικό ρυθμό στην κλιμάκωση της βίας.

Αν και ο Jaume Balagueró κρατάει τις απαραίτητες αποστάσεις αποφεύγοντας την γελιοποίηση που κάλλιστα θα μπορούσε να επιβάλλει το θέμα του, δεν αντιμετωπίζει το ίδιο αποτελεσματικά την σεναριακή εξέλιξη της ιστορίας. Όλα τα κλισέ ανάλογων ταινιών βρίσκονται εδώ ρίχνοντας κατακόρυφα το επίπεδο. Η οποία σύντομα θα πάψει να λειτουργεί και σε συμβολικό επίπεδο.


Οι ταινίες gore ήταν και θα είναι πάντα ένας τρόπος αντίστασης στον πολυδάπανο παραδοσιακό κινηματογράφο. Και η επιτυχία του είδους εμφανίζεται στην ευκολία με την οποία έχει χτίσει ένα φανατικό κοινό. Το [Rec] αν και είναι μια ενδιαφέρον προσπάθεια, αν δεν είσαι fun του είδους καλύτερο θα ήταν να το προσπεράσεις.


Βαθμολογία: 5,5/10


Spanish trailer

London to Brighton (Λονδίνο - Μπράιτον)


Σκηνοθεσία: Paul Andrew Williams
Παραγωγής: England / 2006
Διάρκεια: 85'




Αυτή η ταινία αποτελεί το σκηνοθετικό ντεμπούτο, στις μεγάλου μήκους, του 33χρονού Paul Andrew Williams. Πρόκειται για μια ιστορία υποκόσμου, πορνείας, παιδικής κακοποίησης στο δύσοσμο Λονδίνο. Στο Λονδίνο που τελευταία ολοένα και αποτελεί έμπνευση για τους εγχώριους και μη δημιουργούς.

Η Κέλυ είναι μια πόρνη. Πιεζόμενη από το αφεντικό της αλλά και την ανάγκη του χρήματος αναζητά στους αφιλόξενους και σκοτεινούς δρόμους της πόλης ένα ανήλικο κορίτσι που προορίζεται να εκπληρώσει τις ανήθικες "ανάγκες" ενός εκατομμυριούχου πελάτη. Εκεί θα βρει την Joanne, ένα 12χρονό κορίτσι που φαντάζει ιδανικό για αυτόν τον ρόλο. Όμως αφου φτάσουν στον προαναφερθέν πελάτη κάτι "τρομακτικό" θα συμβεί. Η Κέλυ θα το σκάσει μαζί με την μικρή για το Brighton, ενώ ο γιος του εκατομμυριούχου, ένας νονός της νύχτας σε ανεξέλεγκτη κατάσταση, θα επιθυμήσει να επιβάλλει αντίποινα προς πάσα κατεύθυνση.


Λονδίνο - Μπράιτον, ένας δρόμος απ' την κόλαση στον παράδεισο. Έτσι τουλάχιστον σκέφτονται οι ηρωίδες όταν μπαίνουν στο τραίνο αφήνοντας πίσω ένα Λονδίνο που βράζει από τη βία, την πορνεία, τα ναρκωτικά και τις λοιπές σκοτεινές ιστορίες των δρόμων. Άλλωστε κάπως έτσι το Λονδίνο αναπαραστάται σκηνοθετικά. Με μαύρα κάδρα, γεμισμένο με χαρακτήρες του περιθωρίου και με μια έντονη grafiti σκηνογραφία που μας φέρνει στο νου κάτι από το περσινό Red Road. Από την άλλη το Μπράιτον είναι ένα σύμβολο ελευθερίας. Με τους αχανής χώρους, την μουντή φωτογραφία που κοσμεί πανέμορφα φυσικά τοπία και τις γυναίκες της ταινίας απαλλαγμένες από το άγχος της πόλης να επιδίδονται σε σκηνές τρυφερής παιδικότητας. Μιας παιδικότητας ικανής να παρασύρει τον θεατή, παρά την ορισμένες φορές πιεστική απόχρωση της. Ωστόσο ένα λάθος της Κέλυ αρκεί για να οδηγήσει, τόσο τον προωθητή τους όσο και τον "τιμωρό" γιο, στα ίχνη τους. Και το Μπράιτον σύντομα θα γίνει μια δεύτερη κόλαση...


Το London to Brighton θα αναπτυχθεί με μια κομματιαστή αφήγηση. Έτσι το μπέρδεμα του χρόνου προσθέτει ενδιαφέρον και μυστήριο στην αρχική μορφή της ταινίας. Η σκηνοθεσία είναι αρκετά στυλιζαρισμένη. Κάμερα στο χέρι, σκληροί τηλεφακοί είναι κάποια από τα συστατικά που επιστρατεύονται για να δώσουν ένταση και ρυθμό. Η ατμόσφαιρα πολλές φορές γίνεται εφιαλτική. Ωστόσο κάτω από τα ξύσματα της βιαίας επιφάνειας κρύβεται μια αδικαιολόγητη γλυκήτητα και τρυφερότητα. Τέτοια που καθώς φτάνουμε στα τελευταία σκαλιά του φιλμικού χρόνου, θα διαπιστώσουμε πως βάζει την ταινία σε ένα σεναριακό τέλμα. Το φινάλε που θα ακολουθήσει, με την αναίτια γλυκερή μορφή του, θα εξασφαλίσει την συμπάθεια του ευαίσθητου κοινού. Ταυτόσημα όμως θα επιβεβαιώσει την αστάθεια του Paul Andrew Williams στο να χειριστεί το θέμα του.


Για να κλείσουμε, το London To Brighton επιβεβαιώνει την ακμή που γνωρίζει την τελευταία περίοδο η ανεξάρτητη Αγγλική σκηνή. Πρόκειται για μια ταινία με ενδιαφέρον, κυρίως σε αισθητικό επίπεδο, ωστόσο ο διψασμένος θεατής δύσκολα θα βρει εδώ κάτι καινούριο.


Βαθμολογία: 6/10


Trailer

Etz Limon (Η Λεμονιά)


Σκηνοθεσία: Eran Riklis
Παραγωγής: Israel / Germany / France / 2008
Διάρκεια: 106'




Ο Eran Riklis με τούτη εδώ την "Λεμονιά" θα επιχειρήσει μια πολιτική ματιά στα δρώμενα Ισραήλ-Παλαιστίνης. Το ουμανιστικό ύφος είναι περίσσιο και η ταινία επιχειρεί μια δύσκολη πολύπλευρη αντιμετώπιση του θέματος και των ηρώων, αδυνατώντας εν τέλη μιας πιο εστιασμένης και ολοκληρωμένης προσπάθειας.

Ο άνθρωπος είναι σαν ένα δέντρο. Οι ανθοί του, οι καρποί του λίγες στιγμές ευτυχίας πάνω στο τραχύ έδαφος. Για ρίζες οι σκονισμένες μνήμες. Οι μνήμες είναι η ταυτότητα πάνω στον πεπερασμένο χρόνο, η σύνδεση με τον κόσμο του χθες και η σημασία του αύριο.Έτσι περιγράφεται εδώ και η ηρωίδα μας, η Salma, την οποία ενσαρκώνει με μια εξαίρετη ερμηνεία η Hiam Abbass. Η Salma που είναι μια χήρα, έχει μείνει μόνη. Μοναδική της συντροφιά ένα "κοπάδι" λεμονιές που ατύχησε να στέκεται μπρος από την νέα πολυτελή βίλα του υπουργού. Για την Salma οι λεμονιές δεν είναι απλά δέντρα, δεν είναι φύση, δεν είναι απλά ένα εισόδημα επιβίωσης. Είναι η σύνδεση με τις πιο βαθιές ανθρώπινες ρίζες της. Εκεί άνθισαν τα παιδικά της χρόνια. Εκεί οι φλέβες του μυαλού της κρατούν ακόμα ζωντανή την μνήμη του "χαμένου" πατέρα της. Κανείς δεν μπορεί να την ξεριζώσει απ' το παρελθόν της λοιπόν.


Παρέα στις λεμονιές κάνει η νεόχτιστη βίλα του Υπουργού. Μαζί με αυτή ένα σμήνος ανθρώπων, προσωπική φρουρά του εξουσιαστή και της όμορφης γυναίκας του. Και με απόλυτη ειρωνεία ο Riklis θα φωτίσει την απόφαση των Ισραηλινών να ξεριζώσουν τις λεμονιές της Παλαιστίνιας γειτόνισσας, με πρόφαση λόγους ασφαλείας. Σαν αυτά τα μέτρα ασφαλείας που παίρνουν οι Ισραηλινοί με την οικοδόμηση ενός τεράστιου τείχους. Έμφυτες ιμπεριαλιστικές πράξεις ή υπερβολικοί και αναίτιοι φόβοι;

Η Salma δεν θα το βάλει κάτω. Θα σταθεί στα πόδια της, και ενεργητικά θα υπερασπίσει τα ανθρώπινα της δικαιώματα. Συμπαραστάτης της σε αυτή της την προσπάθεια ένας νεαρός Ρώσος δικηγόρος. Η υπόθεση θα φτάσει στα ανώτατα δικαστήρια. Η Salma δεν παραιτείται παρ' όλες τις αντιξοότητες. Η σχέση γυναίκας-δικηγόρου σταδιακά ξεφεύγει από τον αυστηρά επαγγελματικό της χαρακτήρα. Συμπόνοια, ανάγκη για ανθρώπινη επαφή και ένα μεγάλο φάσμα συναισθημάτων είναι ορισμένα στοιχεία που πλέκουν δραματουργικά ένα βαθιά ουμανιστικό πέπλο. Σε μια κοινωνία, Ασιατική, που οι νόμοι και οι κώδικες είναι πολύ περιοριστικοί.


Αν και η ταινία όπως περιγράφω παραπάνω έχει όλα εκείνα τα στοιχεία που θα την κάνουν ενδιαφέρον στο κοινό, δυστυχώς πλήττεται από ένα σωρό ατοπημάτων. Ο Eran Riklis δεν διακατέχεται από την πρέπουσα ωριμότητα για να διαχειριστεί το θέμα του με την απαιτούμενη λεπτότητα. Αποτέλεσμα η εν μέρη διάσχιση την πολύπλευρης θεματικής της ταινίας με κύρια θύματα και το ανθρωπιστικό αλλά και το πολιτικό πρόσωπο της.

Συγκεκριμένα, έπειτα από ένα σημείο τα σκήπτρα παραδίδονται στο επιμελώς ρηχό πολιτικό σχόλιο. Τα επεισόδια εκεί ξετυλίγονται με εμφανή αφέλεια. Οι σκηνές σε μια ταινία θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως τα αιτιατά. Έτσι για να αναπτυχθούν χρειάζονται κάποια αίτια. Είναι στην ευθύνη του σεναρίου και του σκηνοθέτη να χειριστεί με τρόπο τέτοιο τα αίτια ώστε οι σκηνές(αιτιατά) να διακατέχονται από την επιθυμητή φυσικότητα. Αυτό εδώ δεν το βλέπουμε. Αντίθετα η προχειρότητα με την οποία γεννούνται οι σκηνές δίνουν ένα υπερβολικό και επιτήδειο ύφος. Το πολιτικό σχόλιο μένει επιεικώς ανολοκλήρωτο, ενώ η προγενέστερη ουμανιστική χροιά της ταινίας παραστρατει της ουσίας και εμφανίζεται μονάχα για έναν συναισθηματικό εκβιασμό. Παρ' όλα αυτά οφείλουμε να πούμε πως τα κινηματογραφικά κάδρα περισώζουν εν μέρη το αναπαραστατικό μέρος.


Έτσι παρά τις δυνατότητες της η "Λεμονιά", κυρίως λόγω της τηλεοπτικής αντιμετώπισης του θέματος, μένει υπόλογη σε όσα προσπαθεί να θίξει. Η επίπεδη ενασχόληση στερεί καθαρά κάτι βαθύτερο. Ωστόσο κρατάμε την εντυπωσιακή ερμηνεία της Hiam Abbass.


Βαθμολογία: 4,5/10


Trailer (greek subtitles)

Friday, June 20, 2008

Onna ga kaidan wo agaru toki (Μια Γυναίκα ανεβαίνει τις Σκάλες)


Σκηνοθέτης: Mikio Naruse
Παραγωγής: Japan / 1960
Διάρκεια: 111'




Αυτή η αριστουργηματική ταινία ανήκει στη φιλμογραφία του πολύ σημαντικού Ιάπωνα σκηνοθέτη Mikio Naruse του οποίου το έργο εκτείνεται σε 89 ταινίες σε διάρκεια 37 ετών(1930-1967). Δεν είναι όμως η ποσότητα αλλά η ποιότητα που προκαλεί θαυμασμό στο έργο του. Ως άνθρωπος αλλά και ως δημιουργός υπήρξε πολύ προσγειωμένος. Πάντα πιστός και προσηλωμένος στα σχέδια της παραγωγής, έκανε ταινίες με με μινιμαλιστικότητα, λεπτότητα, ταπεινότητα και πολύ μεράκι. Αρετές που είναι τόσο απτές και ίσως χαρακτήριζαν και τη στάση ζωής του. Αυτό που σήμερα κάνει τον Mikio Naruse ξεχωριστό είναι το πολύ υψηλό επίπεδο του κοινωνικού ρεαλισμού. Κατέστρωσε μεγάλα ή μικρότερα ανθρώπινα δράματα τα οποία υλοποίησε σε βάθος με την χρήση διάφορων αφηγηματικών τρόπων. Ωστόσο το χαμηλό προφίλ του, σε αντίθεση με άλλους Ιάπωνες σκηνοθέτες - πατέρες του κινηματογράφου (Kenji Mizoguchi, Akira Kurosawa), τον κατέστησε ελάχιστα δημοφιλή και λίγο έλειψε να βυθίσει το συνολικό, ούτως ή άλλως δυσεύρετο, έργο του στην αφάνεια. Τελικά εμείς χάρις τη New Star, θα έχουμε την ευκαιρία μιας σύντομης γνωριμίας μαζί του, η οποία ξεκινάει με το αριστουργηματικό "Μια Γυναίκα ανεβαίνει τις Σκάλες".

Η ταινία τοποθετείται στη μεταπολεμική Ιαπωνία. Μια ανδροκρατούμενη κοινωνία ραγδαίως εξελισσόμενη και επηρεαζόμενη από τα Δυτικά πρότυπα. Η ταινία ωστόσο είναι μια ιστορία για την Κέικο, μια όμορφη χήρα που δουλεύει ως "κράχτης πελατών" σε ένα μπαρ της πόλης. Στην Ιαπωνία που η υποβαθμισμένη κοινωνικά γυναίκα έχει δυο μονάχα επιλογές. Έναν ευκατάστατο γάμο ή το να φτιάξει το δικό της μπαρ, αφού πρώτα έχει αποκτήσει την απαραίτητη προυπηρεσία - γνώση - εμπειρία δουλεύοντας υπαλληλικά στα μαγαζιά της πόλης. Η ζωή όμως πολλές φορές τα φέρνει διαφορετικά από ότι τα σχεδιάζουμε και αυτό θα το ανακαλύψει σύντομα η ηρωίδα. Η ηρωίδα που προκαλεί θαυμασμό στον θεατή για τον αυτοσεβασμό, την αυτοσυγκράτηση, την τιμιότητα σε μια ζωή - σταδιοδρομία που ενδείκνυται για ανήθικες αναβάσεις.


Το σενάριο του Ryuzo Kikushima έχει αυτοσκοπό να αφηγηθεί την ιστορία της αντιπροσωπευτικής γυναίκας της Ιαπωνίας. Μια γυναίκα που αν και τόσο απαραίτητη στην ανδροκρατούμενη κοινωνία μοιάζει απροστάτευτη και άνιση απέναντι στο έτερο φύλο. Τα εμπόδια διαδέχονται το ένα το άλλο και τα κοινωνικά αδιέξοδα αποκτούν πρωταρχική θέση σε αυτή την ανάβαση στη σκάλα του χρόνου. Και εμείς πορευόμαστε σε αυτούς τους δρόμους ίσως με την πιο "καθαρή" γυναίκα που θα μπορούσαμε να συναντήσουμε.

Η Κέικο, αν και χτυπημένη από τη μοίρα (έχει χάσει τον άντρα της), έχει περίσσια δύναμη να αντισταθεί στις αυτονόητες δυσκολίες που αντιμετωπίζει. Χειρίζεται με έναν παραδειγματικό επαγγελματισμό την εργασία της, που και αν βασίζεται στις κοινωνικές σχέσεις, καταφέρνει να κλειδώνει τα συναισθήματα στον απρόσιτο εαυτό της και ταυτοχρόνως να διατηρεί μια εικόνα άκρως γοητευτική και ελκυστική. Καταφέρνει να προσαρμόζεται ίσως καλύτερα απ' την καθεμία στις ανάγκες της δουλειάς χωρίς ωστόσο να πουλάει-εκφυλίζει το παραμικρό της αψεγάδιαστης προσωπικότητας της. Ο θεατής γρήγορα θα ταυτιστεί με τον μπάρμαν-συνεργάτη της, ο οποίος τρέφει έναν κλιμακούμενο θαυμασμό-έρωτα για τον τρόπο που η πρωταγωνίστρια διατηρεί στο άθιχτο τη ζωή της. Έτσι και εμείς με έναν πλατωνικό έρωτα θα της ακολουθήσουμε τον δύσβατο δρόμο της.

Η Κέικο όμως δεν είναι άτρωτη. Είναι άνθρωπος και έτσι ο Naruse θα την σκηνοθετήσει. Ανυπεράσπιστη στα παιχνίδια της μοίρας θα ενδώσει στις "εγγυημένες" προκλήσεις. Ακόμα και αν πέφτει όμως, είναι μόνο για να σηκωθεί. Και να κουρσέψει και το τελευταίο σκαλί της επικίνδυνης σκαλωσιάς της ζωής. Ο συναισθηματισμός, δεδομένης της πλοκής, φαντάζει εύκολη οδός. Ο Mike Naruse όμως έχει αντίθετη άποψη. Δεν θα προσπαθήσει καθόλου εύκολα συναισθηματικά τεχνάσματα, θα σκηνοθετήσει την ιστορία κυρίως με μακρά στατικά πλάνα, με λεπτότητα και με αξιέπαινη ωριμότητα, και η συναισθηματική ταύτιση θα έρθει μόνο με τρόπο αυθόρμητο, αυθεντικό και ουσιαστικό. Ειδική αναφορά αξίζει ο τρόπος χειρισμού των δεύτερων και τρίτων ρόλων, ο οποίος σε συνδυασμό με την εστιασμένη σκηνοθεσία καταφέρνει να αποτυπώσει εις βάθος το κοινωνικό πορτραίτο της εποχής.

Μια ταινία must για κάθε σινεφίλ, και όχι μόνο, και μια απαραίτητη αρχή για μια ουσιαστικότερη γνωριμία με τον χαμηλόφωνο κόσμο του μεγάλου Ιάπωνα σκηνοθέτη.

Βαθμολογία: 9/10


Trailer (english subtitles)

Sunday, June 15, 2008

Night and the City (Η Νύχτα και η Πόλη)


Σκηνοθεσία: Jules Dassin
Παραγωγής: England / 1950
Διάρκεια: 101'




Πρόκειται για την πρώτη ταινία σε μη Αμερικάνικο έδαφος, ένα πραγματικό αριστούργημα, του Jules Dassin ο οποίος βρέθηκε εξόριστος στο Λονδίνο ελέω του Μακαρθικού καθεστώτος. Πρόκειται για μια από τις κορυφαίες του ταινίες, αν όχι η κορυφαία, που προσωπικά θα την έβαζα να κονταροχτυπηθεί με το Brute Force.


Ο Φαμπιάν είναι ένας παλιάτσος της νύχτας. Ένας άυπνος ονειροπόλος, ένας απένταρος επιχειρηματίας, ένας καλλιτέχνης δίχως Τέχνη. Σαν αδέσποτο περιπλανιέται στους αφιλόξενους δρόμους του Λονδίνου μέχρις που συλλαμβάνει μια καλοδουλεμένη ιδέα. Υπό την στήριξη του κορυφαίου παλαιστή της εποχής (Γκρεγκόριους) θα επιχειρήσει να ελέγξει όλους τους αγώνες πάλης στην πόλη. Τα μεγαλόπνοα σχέδια του και τα πολλά ανοίγματα, παρά τα ευφυή τεχνάσματα του, θα τον φέρουν απέναντι σε έμπειρους "απατεώνες" και τοκογλύφους της νύχτας. Και το κυνηγητό αρχίζει...

Η πόλη του τίτλου είναι το Λονδίνο. Το Λονδίνο που θα μπορούσε να είναι το Λος Άντζελες, το Παρίσι και οποιαδήποτε άλλη πόλη στον κόσμο. Η νύχτα είναι μια νύχτα όπως όλες. Και επιβάλλει τους δικούς της σκοτεινούς κανόνες. Ο Φαμπιάν (που υποδύεται στην ερμηνεία της ζωής του ο Richard Widmark) ζει μες στην νύχτα. Δε μπορεί να ξεφύγει από αυτό τον κόσμο, θα παίξει μέσα σε αυτόν και θα κυνηγηθεί μέχρι τέλους. Έχει την γυναίκα του, την εκπληκτική Gene Tierney, που αποδεικνύει πως όσο μικρός και αν είναι ο ρόλος αρκεί λίγη από την μαγική σκόνη της για να τον κάνει σπουδαίο.


Έχει την γυναίκα του λοιπόν, τη δεδομένη αγάπη της. Δεν του αρκεί, θέλει κάτι παραπάνω. Όλοι οι χαρακτήρες θέλουν κάτι παραπάνω. Το χρήμα, το τσαλακωμένο και αιματοβαμένο χρήμα των νουάρ. Ο πολυπόθητος και ο απαγορευμένος καρπός. Πολύ λίγοι μπορούν να το 'χουν. Μόνο αυτοί που πατούν δυνατότερα στα κινούμενα κατασπαρακτικά εδάφη της νύχτας. Οι υπόλοιποι απλά θα γίνουν τα θύματα τραγικών ιστοριών, και τα πινέλα σε αυτή την κατάμαυρη απαισιόδοξη ατμόσφαιρα της ταινίας.

Και δεν είναι λίγοι οι τρόποι που θα βρει ο Dassin να οπτικοποιήσει αυτή την γενικότερη απαισιοδοξία. Από την έκβαση που δίνει στα δημιουργήματα του, τους χαρακτήρες, ως τις προσεκτικά συμβολικές σκηνές. Η φιλοδοξία απέναντι στην θεμελιωμένη επιτυχία πάντα βρίσκει νικήτρια την δεύτερη. Η ευφυΐα δεν έχει καμία τύχη απέναντι στη δολιότητα. Και η μόνη αμοιβή αυτού του έκφυλου κόσμου είναι το άπιαστο χρήμα. Και φτάνουμε στο αποκορύφωμα των συμβολισμών με τη σκηνή της πάλης. Εδώ ο σκηνοθέτης θα βάλει στην παλαίστρα προσωποποιημένα το χθες (το αγνό) με το αύριο (το πανούργο). Η μάχη εδώ είναι δίκαια. Αλλά ακόμα και αν τη μάχη κερδίσει το χθες, θα είναι μόνο για την ύστερη και καθολική επικράτηση του αύριο σε αυτόν τον νέο απεχθή κόσμο που χτίζεται. Η αφήγηση είναι άλλοτε παράλληλη και άλλοτε γραμμική. Ο ρυθμός είναι ταχύτατος και μας οδηγεί στην τελική εκτίναξη της ιστορίας σε ένα κυριολεκτικά καταιγιστικό φινάλε. Στο Night and the City ο Αμερικάνος δημιουργός καταφέρνει να μετριάσει ακόμα και τον ευδιάκριτο μελλοδραματισμό που είχαμε στις κρίσιμες σκηνές άλλων ταινιών, χωρίς ωστόσο να καταφέρει να τον εξαλείψει πλήρως. Ίσως πρόκειται για το μοναδικό ψεγάδι που μπορούμε να βρούμε σε αυτό το κινηματογραφικό κόσμημα. Πάντως παρά το κατάμαυρο της ταινίας, ο δημιουργός θα αφήσει μια λευκή λύση. Παρ' ότι εμφανώς επηρεασμένος από το φιλοσοφικό ρεύμα του υλισμού, με την κάτασπρη παρουσία της ανθρώπινης Gene Tierney και τον ιδεαλισμό διάχυτο πάνω της, θα υπονοήσει την ευτυχία μακρυά από τα πλαίσια αυτού του διαμορφωμένου κόσμου...


Όμως η μεγαλύτερη επιτυχία της ταινίας οφείλεται στο αισθητικό κομμάτι. Οι επιρροές από το εξπρεσιονιστικό ρεύμα είναι ξεκάθαρες. Με την σκηνοθεσία που με τα ακανόνιστα πλάνα και την αριστουργηματική, κατά Orson Welles, χρήση του βάθους πεδίου επιτυγχάνει μια νοσηρή ατμόσφαιρα, σκοτεινή, υποχθόνια που έρχεται σε πλήρη ταύτιση με την κεντρική ιδέα του κειμένου. Η καλλιτεχνική διεύθυνση επίσης έχει συμβάλλει τα μέγιστα. Από τα κουστούμια ως το μακιγιάζ, με τραγόμορφα πρόσωπα εφάμιλλα του ύστερου cinema του Lynch, αποδεικνύει το καταλυτικό της αισθητικής επιμέλειας στο χτίσιμο της ατμόσφαιρας. Έτσι οι μορφές των προσώπων και των αντικειμένων καταφέρνουν να φεγγίζουν αχνά, μες στα κατάμαυρα σκηνικά, αλλότρια χαρακτηρολογικά νοήματα που διαστέλλουν την εφιαλτική εμπειρία του θεατή.


Για να κλείσω το κείμενό μου θέλω να πω πως εμείς οι θεατές είχαμε την τύχη ενός καταλυτικού συνδυασμού. Δεν υπήρχε πιο κατάλληλη στιγμή για να πάρει στα χέρια του ο Jules Dassin ένα σενάριο σαν αυτό της νουβέλας του Gerald Kersh. Γιατί έτσι κατάφερε ένα σχεδόν αυτοβιογραφικό αριστούργημα, αναλογιζόμενοι τον δικό του κατατρεγμό στον κόσμο του κινηματογράφο...


Βαθμολογία: 9/10


Opening sequence

Thursday, June 12, 2008

Picnic at Hanging Rock (Το Μυστικό του Βράχου των Κρεμασμένων)


Σκηνοθεσία: Peter Weir
Παραγωγής: Australia / 1975
Διάρκεια: 115'




Αυτό το καλοκαίρι τεράστιο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι επανεκδόσεις: μυθικές ταινίες της ιστορίας του κινηματογράφου επανασυστήνονται στο νεότερο κοινό. Μια τέτοια είναι το Picnic at Hanging Rock που εγώ θα το χαρακτήριζα ως ένα αισθαντικό παραλήρημα.

"Ό,τι βλέπουμε και ό,τι φαινόμαστε δεν είναι παρά ένα όνειρο, ένα όνειρο μέσα στο όνειρο" πληροφορούμαστε στον εναρκτήριο λόγο, βγαλμένο από τα ανθολόγια των "καταραμένων" ποιητών. Αυτό που θα ακολουθήσει δεν είναι παρά ένα όνειρο, ένα ποίημα για την ομορφιά, ένας ύμνος για την φύση. Η ιστορία θα αναπτυχθεί σαν ενοράσεις της πραγματικότητας. Εκεί, ένα πλήθος κοριτσιών κολεγίου συνοδευόμενο από μια εκ των καθηγητριών θα καταφτάσει στον βράχο του τίτλου για εκδρομή. Μια δυσνόητη ένταση, μια παχιά σκόνη μυστηρίου και κάδρα που αποτυπώνουν παρθένα ομορφιά περιλούζουν την μαγική ατμόσφαιρα του film. Τα πάντα κυλούν ανεξήγητα και κάθε προσπάθεια εκλογικοποίησης μοιάζει παράλογη. Τρεις κοπέλες, τρεις άγγελοι εκ του πλήθους των κοριτσιών, υπακούν σε ένα ανεξήγητα υπνωτικό κάλεσμα, και είναι έτοιμες με την δική τους ομορφιά να διαδώσουν το εισιτήριο για αυτόν τον διαφορετικό κόσμο. Και αφού έχουν καταδείξει την ματαιότητα του εκ συνήθειας επιβεβλημένου κόσμου με το "είναι αξιολύπητο που ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων ζουν δίχως σκοπό, ωστόσο αυτοί πιθανόν να εκτελούν κάποιο έργο το οποίο οι ίδιοι αγνοούν" είναι έτοιμες να παραδοθούν σε κάτι ομορφότερο που οι υπόλοιποι δεν μπορούν καν να αντιληφθούν. Το πέρασμα αυτό το οπτικοποιεί ο Peter Weir με μια εκπληκτική χορογραφία καθώς τα κορίτσια χάνονται πίσω από τους προσωπόμορφους βράχους. Αυτή την αγγελική χορογραφία, αυτή την έκφραση ομορφιάς, επιθυμεί να ακολουθήσει και η δασκάλα, η περιγραφή της οποίας ωστόσο είναι τρόπον τινά πιο κυνική.


Η ατμόσφαιρα που αναφέραμε είναι δαιδαλώδης. Σαν έναν μανδύα μέσα στον οποίον ασφυκτιούν τα ερωτικά ένστικτα, οι αισθαντικές εκφράσεις, ολόκληρος ο κόσμος του ατόμου. Αυτή την αφανή καταπίεση καλείται να αποτυπώσει και να κρύψει ο Peter Weir πίσω από τα αφαιρετικά και ονειρώδη πλάνα του. Πλάνα, σκηνές, σεκάνς που βυθίζονται σε μια ονειρική αφήγηση και με την δέουσα οικονομία καταφέρνουν να υποβάλλουν στο μέγιστο τον θεατή. Άλλωστε, όπως υπαινίσσεται, οι ηρωίδες του υποκύπτοντας σε αυτό το "μεταφυσικό" κάλεσμα βίωσαν την ολοκληρωτική απελευθέρωση, την απελευθέρωση από την σεξουαλική καταπίεση, την απελευθέρωση από την υποχρέωση του συνηθισμένου, την απελευθέρωση από την μιζέρια του υπαρκτού κόσμου. Τον υπαρκτό κόσμο, που ο μεγάλος Αυστραλός σκηνοθέτης δεν θα αφήσει ατιμώρητο, καθώς θα τον αποτυπώσει με σαφώς μικρότερη ποιητική διάθεση.

Ο ίδιος ο Weir για την ταινία του έχει πει "Προσπαθήσαμε πάρα πολύ να δημιουργήσουμε μια ατμόσφαιρα υπνωτιστική, μέσα στις παραισθήσεις, ώστε να χάνει ο θεατής την αίσθηση των γεγονότων και να παρασύρεται από τη μυστηριώδη ατμόσφαιρα. Έκανα τα πάντα για να υπνωτίσω τους θεατές και να μην ασχολούνται με την λύση της ταινίας". Και εμείς ένθερμοι χειροκροτούμε και αποδίδουμε τα εύσημα για το αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας. Μιας προσπάθειας που λειτουργεί άριστα σε όλα τα επίπεδα. Θα ήταν άδικο να μην εκθειάζαμε την καθηλωτική φωτογραφία αλλά και την σπαραχτική μουσική του.


Οι πιο πολλοί τον γνωρίζουν από το "Dead Poets Society". Ωστόσο θεωρώ πως η προαναφερθείσα ταινία δεν είναι παρά απλά η επαλήθευση της "εμμονής" του Weir με το ρεύμα των καταραμένων ποιητών, μα εκεί περιορίζεται αυστηρώς στο λεκτικό κομμάτι. Το Picnic at Hanging Rock είναι ασφαλώς μια ογκολιθική ταινία στην ιστορία του κινηματογράφου, επηρεασμένη από το ίδιο ποιητικό ρεύμα. Χωρίς συμβιβασμούς, χωρίς ευκολίες. Ο Weir κάνει ένα ποιήμα φτιαγμένο με εικόνες έτοιμες να παρασύρουν σε έναν από τους δυνατότερους αισθαντικούς χορούς που ούτε η φαντασία δεν μπορεί να ακολουθήσει...


Βαθμολογία: 9,5/10


Original trailer



The Vanishing

Lars and the Real Girl (Ο Λαρς και η "Κούκλα" του)


Σκηνοθεσία: Craig Gillespie
Παραγωγής: Usa / 2007
Διάρκεια: 106'




Μέχρι την πόρτα των Oscars έφτασε η συγκεκριμένη αν μη τι άλλο πολυβραβευμένη ταινία. Ο Gillespie κρατώντας χαμηλούς τόνους θα φτιάξει μια συμβολική κομεντί που χρήζει πολυδιάστατών ερμηνειών.

Ο Λαρς (τον οποίο υποδύεται ο χαρισματικός Ryan Gosling) κουβαλώντας ένα προσωπικό οικογενειακό δράμα δείχνει αδύναμος να ενταχθεί στην κοινωνία των «φυσιολογικών». Η οικογένεια του, και συγκεκριμένα ο αδερφός του Gus και η κουνιάδα του Karin(την οποία παίζει η γλυκύτατη Emily Mortimer) προσπαθούν άσκοπα να τον χειραφετήσουν από τους φόβους του. Ο Λαρς θα βρει συμπαράσταση σε μια κούκλα(!) ονόματι Bianca. Που, αφού νοερά την εντάξει στον κόσμο των ζωντανών, θα γίνει το άλλο του μισό. Κάτι που θα θέσει σε ανησυχία τόσο την οικογένεια του όσο και την υπόλοιπη συνοικία και θα πυροδοτήσει το κωμικό στοιχείο της ταινίας. Ωστόσο η μικρή κοινωνία στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία ξεπερνάει το αρχικό σοκ και αποφασίζει συσπειρωμένη να βαδίσει στον «ψεύτικο» κόσμο του Λαρς και να τον ακολουθήσει μέχρις ότου ο ίδιος αποδεχτεί την πραγματικότητα.


Πρόκειται για ένα βαθύτερο συμβολικό δράμα. Ο κόσμος του ψεύτικου μέσα σε αυτόν του αληθινού και αντίστροφα. Σαν τις προσωπικές αυταπάτες που ο καθένας μας κουβαλάει σε αυτή την συμβιβαστική καθημερινότητα. Μόνο που η «σουρεαλιστική» καθημερινότητα της ταινίας, σε αντίθεση με αυτή του υπαρκτού κόσμου, αποφασίζει αρχικά να ανεχτεί και στη συνέχεια να αποδεχτεί αυτόν τον αλλιώτικο Λαρς. Δίνοντας τον χρόνο και τον χώρο να αναγνωρίσει και να επουλώσει μόνος του τις πληγές του. Σαν σε μια προσπάθεια διδαχής στον σύγχρονο κόσμο να σταματήσει να διαβρώνει και να κατασπαράσσει το διαφορετικό, το κιβδήλως ορισμένο ως μη φυσιολογικό. Άλλωστε ο δρόμος της αλήθειας προϋποθέτει την αναγνώριση του ψεύτικου και είναι προσωπικός…


Η ταινία εκπλήσσει ευχάριστα με το τέχνασμα της εισαγωγής μιας κούκλας στον κόσμο των αληθινών ανθρώπων, ενώ ακόμα πιο ευχάριστη είναι η επιλογή της αντιμετώπισης του θέματος με ρεαλιστικό τρόπο. Οι ηθοποιοί προσηλωμένοι με σοβαρότητα στην αντιμετώπιση μιας τόσο ακραίας κατάστασης είναι και ο λόγος που το γέλιο αποκτά χρώμα έντονο και αυθόρμητο. Άλλωστε όπως λέει και ο Woody Allen «το χειρότερο πράγμα σε μια κωμωδία είναι να βάλεις τους ηθοποιούς να παίξουν κωμικά». Ωστόσο, στη συνέχεια το σεναρίο χαρακτηρίζεται από δυσκαμψία, καθώς διακατέχεται από μια εκτεταμένη επαναληπτική αναπαραγωγή της σχέσης κούκλας-Λαρς, που κάνει αυτά τα 106’ λεπτά να μοιάζουν μακρύτερα. Ενώ ακόμα και τα ελάχιστα επεισόδια που παρεμβάλλονται μέχρι το αναμενόμενα ελπιδοφόρο φινάλε ασθμαίνουν από μια κλισέ μεταχείριση. Κάτι που είναι εντελώς αποθαρρυντικό, ιδίως όταν μιλάμε για «ανεξάρτητο» κινηματογράφο. Αισθητικά η ταινία ακολουθεί τη συνταγή των μουντών χρωμάτων, που σε συνδυασμό με την χαμηλόφωνη μουσική υπόκρουση και τις εξαίρετες ερμηνείες, επιτυγχάνουν μια βαθύτερη μελαγχολική ατμόσφαιρα.

Νομίζω τελικά πως αν και η προσπάθεια για μια αλληγορική συναισθηματική ταινία είναι εμφανής και εν μέρη επιτυχής, τελικά το Lars and the Real Girl εμφανίζεται με ξαναφορεμένα ρούχα και κινηματογραφικά ατελής.

Βαθμολογία: 5,5/10


Trailer

The Happening (Το Συμβάν)

(click image for higher resolution)

Σκηνοθεσία: M. Night Shyamalan
Παραγωγής: USA / India / 2008
Διάρκεια: 91'




Παρ' ότι η καριέρα του M. Night Shyamalan δεν είχε ανάλογη πορεία με το κοινής αποδοχής "The Sixth Sense", κάθε νέα ταινία του αναμένεται με ενδιαφέρον ανά τον κόσμο. Έτσι και αυτό το συμβολικό Συμβάν ετοιμάζεται για να διχάσει την κοινή γνώμη.

Στα της ιστορίας, ένα αλλόκοτο γεγονός πλήττει την Βορειοανατολική Αμερική. Κάτοικοι αυτών των περιοχών "παγώνουν" και αφού υποστούν την παράλυση του νου, επιδίδονται σε φρικιαστικές πράξεις αυτοκτονίας. Ο θεατής μυείται στο φαινόμενο αυτό μέσω της άνισης μάχης για επιβίωση ενός ζευγαριού και της απομείνουσας ανιψιάς, καθώς οι λοιποί "αυτόχειρες" πληθυσμοί σταματούν το ρολόι της ζωής τους.

- - - - - - - S P O I L E R S - - - - - - -
Σταδιακά αποκαλύπτεται πως το φαινόμενο, το οποίο επιδεινώνεται συνεχώς, οφείλεται σε τοξικές ουσίες που απελευθερώνονται από τα φυτά.
- - - - - - - S P O I L E R S - - - - - - -


Η ταινία λειτουργεί σε διπλή βάση. Σε πρώτο πλάνο βρίσκεται το οικολογικό μήνυμα, που παρά τα εντυπωσιακά τρικ του σκηνοθέτη γρήγορα εξαντλείται και αρκείται στο να εφοδιάζει με ατμοσφαιρικές νότες τρόμου αυτή την ταινία φαντασίας. Άλλωστε η προχειρότητα με την οποία αντιμετωπίζεται η μανία της φύσης είναι περισσότερο από εμφανής. Σε δεύτερο πλαίσιο, εξέχοντα ρόλο κατέχει το ζευγάρι της ταινίας. Η οποία είναι ταυτόχρονα μια ιστορία για τους πρωταγωνιστές του. Ωστόσο, αν και το ζευγάρι κατά τη διάρκεια της ταινίας αποτελεί τη βάση για εμπνευσμένους κοινωνικούς συμβολισμούς, στο τέλος είναι η αιτία για το εμμετικώς γλυκερό φινάλε που δίνει σεμινάρια για το πως να καταστρέψετε μια ταινία καταστροφής!

Αν παρά την δεδομένη αποτυχία των βασικών αξόνων της ταινίας παραμείνετε πιστοί στη θέαση της, τότε ίσως αποζημιωθείτε από τους εμπνευσμένους συμβολισμούς του M. Night Shyamalan. Ο οποίος με τον χειρισμό ενός πλήθους σκηνών με την πρέπουσα μινιμαλιστικότητα θα καταφέρει να αναδείξει τολμηρές δηλώσεις για την τρομολαγνεία των εύπιστων πολιτών, για τον θρησκοληπτισμό, το παιχνίδι εντυπώσεων των πολιτικών καθώς και για τις "ανήλικες" σχέσεις φαινομενικά ενήλικων ατόμων που αποτελούν και την πλειοψηφία του πραγματικού κόσμου.


Στα της αφήγησης, θα χαθούμε στο δίπολο μέσα στο οποίο ο σκηνοθέτης συνηθίζει να αναπτύσσει τις ταινίες του. Συγκεκριμένα αναφέρομαι στη θεματολογία των ταινιών που συμπίπτει με το φάσμα των b-movies, ενώ το σκηνοθετικό μοτίβο είναι βαμμένο στα χρώματα των παραδοσιακών ταινιών. Ακόμα, η ωμή βία, άλλοτε νοητή και άλλοτε ορατή, αποτελεί βασικό στοιχείο της ατμόσφαιρας της ταινίας. Τέλος, άλλο ένα στοίχημα που χάνει ο δημιουργός είναι αυτό με τους ηθοποιούς του. Εξαιρουμένου του συμπαθή Mark Wahlberg, με επιείκεια θα μπορούσαμε να δηλώσουμε πως το υπόλοιπο cast κυμαίνεται στην μετριότητα.

Τελικώς, το Συμβάν νομίζω πως είναι άλλη μια ταινία του M. Night Shyamalan η οποία αστόχησε ως προς αυτό που θα ήθελε να είναι...

Βαθμολογία: 4,5/10


Trailer

Wednesday, June 04, 2008

Screening 9/6/08

panchamp posted:

(click image for higher resolution)

Η Κινηματογραφική Ομάδα του Ο.Π.Α.
σας προσκαλεί στην προβολή της ταινίας
"Batoru Rowaiaru"
(2000, Kinji Fukasaku, "Battle Royale")
τη Δευτέρα 9/6/08 στις 17:00
στο αμφιθέατρο Β (Πατησίων 76, κεντρικό κτίριο).

Είσοδος ελεύθερη.




Official Trailer [english subtitles]





s_dany added:


"At the dawn of the millennium, the nation collapsed. At 15% unemployment, 10 million were out of work. 800,000 students boycotted the schools. The adults lost confidence and, fearing the youth, eventually passed the Millennium Educational Reform Act, aka the BR Act..."



"So today's lesson is, you kill each other off till there's only one left. Nothing's against the rules."


Ενδιαφέροντα trivia από το Imdb:

  • The film, as the book before it did, symbolises the transition from education to the cut-throat employment market in Japan. It is also a nightmare vision of a world dominated by adults with nothing but contempt for children, and the horrors, tragedies and emotions of childhood.

  • Many people in Japanese Parliament tried to get the novel banned to no avail. When the film was released, they attempted to ban the film. Both times, this action only led to more success for both the novel and the film.

  • One of the top-10 highest-grossing films in Japan.

  • Contrary to popular belief, this film was not banned in the United States. A combination of reasons helped to stop the film's release. It failed to find the necessary distributor, failed to meet Toei's conditions for sale and also the MPAA general standards. The nature of the film - not the violent aspect, but the fact that the main characters are so young - also created much controversy and slowed down any possibility of a US release.

  • The magazine containing bomb-making instructions that is used by Shinji Mimura and his gang is titled "Hara Hara Tokei" ("The Ticking Clock"). This magazine is a real bomb-making magazine published by an anti-Japanese-Government activist group called Higashi Ajia Hannichi Buso Sensen (East Asia Anti-Japanese Armed Front) from the 1970s.

  • The painting of all the students was created by Beat Takeshi Kitano.

  • None of the cast had any stunt doubles, not even the lead, Tatsuya Fujiwara.

    Περισσότερα: εδώ.



  • Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...